ενδιαιτώμαι

ενδιαιτώμαι
(AM ἐνδιαιτῶμαι, -άομαι, Α και ιων. τύπος ἐνδιαιτέομαι)
κατοικώ, διαμένω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐνδιαιτῶμαι — ἐνδιαιτάομαι live pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) ἐνδιαιτάομαι live pres ind mp 1st sg ἐνδιαιτάομαι live pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic) ἐνδιαιτάομαι live pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) ἐνδιαιτάομαι live pres ind mp… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαιτώ — (I) (Α διαιτῶ, άω) 1. υποβάλλω έναν ασθενή σε ορισμένη δίαιτα 2. μέσ. διαιτῶμαι α) ζω κατά έναν ορισμένο τρόπο ζωής, ακολουθώ μια δίαιτα β) διαβιώ, ενδιαιτώμαι γ) διατρέφομαι αρχ. 1. είμαι διαιτητής 2. αποδεικνύω 3. ερευνώ, εξακριβώνω 4. κυβερνώ …   Dictionary of Greek

  • εν — (I) (AM ἐν, Α ποιητ. τ. ἐνί, εἰν, εἰνί) πρόθ. (με δοτ.) Ι. (για τόπο) 1. μέσα, εντός («νήσω ἐν ἀμφιρύτῃ», Ομ. Οδ.) 2. δηλώνει τη στάση σε τόπο («εν Αθήναις») 3. με κύρια ή προσηγορικά ονόματα ελλειπτικά με παράλειψη ουσ. (δόμοις, οίκω, μεγάρω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”